εὐτυχεῖς

εὐτυχεῖς
εὐτυχέω
to be prosperous
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
εὐτυχής
successful
masc/fem acc pl
εὐτυχής
successful
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὐτύχεις — εὐτυχέω to be prosperous imperf ind act 2nd sg (attic epic) εὐτυχέω to be prosperous imperf ind act 2nd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεὐτυχεῖς — εὐτυχεῖς , εὐτυχέω to be prosperous pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) εὐτυχεῖς , εὐτυχής successful masc/fem acc pl εὐτυχεῖς , εὐτυχής successful masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… …   Wikipedia

  • ευήμερος — I (Μεσσήνη 340 – 260; π.Χ.). Φιλόσοφος. Έγραψε το περίφημο έργο Ιερός ΛόγοςΙερά Αναγραφή, στο οποίο αφηγείται ένα ταξίδι του στο νησί Παγχαία του Ινδικού ωκεανού: όταν έφτασε στην πρωτεύουσα Πάναρα, σύμφωνα με την αφήγησή του, είδε μια χρυσή… …   Dictionary of Greek

  • ευτεκνώ — εὐτεκνῶ, έω (ΑΜ, Α και όω) [εύτεκνος] ( έω) είμαι ευτυχής για τα τέκνα μου, είμαι πλούσιος σε τέκνα αρχ. ( όω) κάνω ανθρώπους να έχουν πολλά και καλά παιδιά, να είναι ευτυχείς για τα παιδιά τους …   Dictionary of Greek

  • καλόπιοτος — η, ο 1. αυτός που πίνεται ευχάριστα, εύκολα, εύγευστος 2. (ως ευχή) αυτός που θέλουμε να πίνεται με το καλό, με ευτυχία, να συνοδεύει ευτυχείς στιγμές, ευχάριστα γεγονότα («καλόπιοτο νά ναι το κρασί τής χρονιάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (<… …   Dictionary of Greek

  • νήσος — η (ΑΜ νῆσος, Α δωρ. τ. νᾱσος και ροδ. τ. νᾱσσος) έκταση ξηράς, μικρότερη από ήπειρο, η οποία περιβάλλεται από ύδατα, νησί νεοελλ. φρ. «νήσος τού Ράιλ» ανατ. τμήμα τού φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων που βρίσκεται κάτω από την καλύπτρα, την… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Καρδίτσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.576 τ. χλμ., 129.541 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας με πρωτεύουσα την Καρδίτσα. Συνορεύει στα Β με τον νομό Τρικάλων, στα Α με τον νομό Λαρίσης, στα ΝΑ με τον νομό Φθιώτιδος, στα Ν με τους νομούς Ευρυτανίας και… …   Dictionary of Greek

  • Σκόκος, Κωνσταντίνος — Λογογράφος, γνωστός και με το ψευδώνυμο Σατανάς (1854 1925). Σπούδασε νομικά, αλλά τελικά επιδόθηκε στα γράμματα. Από το 1886 ως το 1918 ήταν ο εκδότης του Εθνικού Ημερολόγιου, το οποίο αποτέλεσε σταθμό στις εκδόσεις του είδους για την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”